- παλουκώνω
- [παλούκι]1. διατρυπώ κάποιο σώμα με πάσσαλο, ανασκολοπίζω, σουβλίζω2. μέσ. παλουκώνομαικάθομαι στη θέση μου και παραμένω ακίνητος3. μτφ. (για άνδρα) συνουσιάζομαι, συνευρίσκομαι με γυναίκα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλουκώνω — παλουκώνω, παλούκωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παλουκώνω — παλούκωσα, παλουκώθηκα, παλουκωμένος 1. περνώ στο σώμα κάποιου παλούκι, σουβλίζω, ανασκολοπίζω: Τον Αθανάσιο Διάκο τον παλούκωσαν. 2. παθ., παλουκώνομαι μτφ., κάθομαι ακίνητος: Παλουκωθείτε επιτέλους, δηλ. καθίστε και μην κινείστε. Ουσ. παλούκωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπήγνυμι — ἀναπήγνυμι (Α) [πήγνυμι] 1. διαπερνώ, περνώ στη σούβλα, σουβλίζω 2. (για πρόσωπα) ανασκολοπίζω, σταυρώνω, παλουκώνω … Dictionary of Greek
αναπείρω — ἀναπείρω και ποιητ. ἀμπείρω (Α) [πείρω] 1. διαπερνώ κάτι από τη σούβλα, σουβλίζω 2. (για πρόσωπα) ανασκολοπίζω, παλουκώνω 3. τρυπιέμαι … Dictionary of Greek
ανασκολοπίζω — (Α ἀνασκολοπίζω) [σκολοπίζω] διαπερνώ με μακρύ ξύλο, παλουκώνω … Dictionary of Greek
ανασταυρώ — ἀνασταυρῶ ( όω) (Α) 1. ανασκολοπίζω, παλουκώνω 2. θανατώνω με σταύρωση, σταυρώνω … Dictionary of Greek
παλούκωμα — το [παλουκώνω] 1. τρύπημα ενός σώματος με παλούκι, ανασκολοπισμός, σούβλισμα 2. μτφ. α) συνουσία β) στάση ακινησίας … Dictionary of Greek
σκολοπίζω — ΝΑ [σκόλοψ, οπος] μπήγω σε σκόλοπα, ανασκολοπίζω, παλουκώνω αρχ. παθ. σκολοπίζομαι προφυλάσσομαι με φράγμα από πασσάλους … Dictionary of Greek
σουβλίζω — ΝΜ, και σουγλίζω Ν [σούβλα / σούγλα] 1. περνώ στη σούβλα, οβελίζω 2. τρυπώ με σούβλα νεοελλ. 1. (σχετικά με άνθρωπο) ανασκολοπίζω, παλουκώνω («οι Τούρκοι σούβλισαν τον Αθανάσιο Διάκο») 2. φρ. «μέ σουβλίζει ένας πόνος» αισθάνομαι οξύ και… … Dictionary of Greek
ανασκολοπίζω — ισα, ίστηκα, ανασκολοπισμένος, παλουκώνω: Μερικοί από τους αγίους που μαρτύρησαν ανασκολοπίστηκαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)